Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

η σκάρα

См. также в других словарях:

  • σκάρα — η είδος μαγειρικού σκεύους, σχάρα: Έψησε τις μπριζόλες στη σκάρα κι έγιναν πολύ νόστιμες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκάρα — η, Ν βλ. σχάρα …   Dictionary of Greek

  • Σκάρα Μπράε — Οικισμός νεολιθικής εποχής που αποκαλύφτηκε το 1851 στην ακτή του κόλπου του Σκέιλ, στο νησί Πομόνα του αρχιπέλαγους των Ορκάδων. Μαζί με τις νεολιθικές οικίες, από ακατέργαστες ασύνδετες πέτρες, βρέθηκαν οστέϊνα και λίθινα εργαλεία, είδη… …   Dictionary of Greek

  • εσχάρα — η και σκάρα, η 1. μαγειρική συσκευή για το ψήσιμο κρέατος, ψαριών κτλ. 2. κάθε παρόμοια κατασκευή με παράλληλες σιδερένιες βέργες: Η σκάρα του δρόμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • скарабе́й — я, м. 1. Навозный жук, обитающий на юге Европы, севере Африки и в Передней Азии. 2. Изображение священного жука у древних египтян на монетах, на камне и т. п., а также монета, камень и т. п. с таким изображением. [Мариетт] разложил в… …   Малый академический словарь

  • εσχάρα — η βλ. σχάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας. Εικάζεται συγγένεια με το αρχ. σλαβ. iskra «σπίθα». Σχηματισμός σε ρᾱ (κατά τα τέφ ρᾱ, χώ ρᾱ). Νεοελλ. εσχάρα, σχάρα, σκάρα. ΠΑΡ. εσχαρείον, εσχαρεύς, εσχαρεών, εσχάριον, εσχάριος, εσχαρίς, εσχαρίτης,… …   Dictionary of Greek

  • σκάρος — (scarus). Γένος φαρυγγόγναθων ψαριών της οικογένειας των Σκαριδών. Περιλαμβάνει ψάρια μέτριου μεγέθους, με σώμα συμπιεσμένο στα πλάγια. Τα δόντια τους είναι κολλημένα στα σαγόνια τους, τα οποία δίνουν την εντύπωση ράμφους. Στο χαρακτηριστικό αυτό …   Dictionary of Greek

  • σκαρί — το, Ν 1. ναυτ. α) σκελετός πάνω στον οποίο στηρίζεται το πλοίο που κατασκευάζεται ή επισκευάζεται, εσχάρα ναυπηγείου β) σκελετός ναυπηγούμενου πλοίου («η Νοτιά... δεν ήτο ικανή να τού αρπάσῃ το σκαρί του..., Παπαδ.) 2. μτφ. α) σωματική διάπλαση,… …   Dictionary of Greek

  • σχάρα — η / ἐσχάρα, ΝΜΑ, και σκάρα και λόγιος τ. εσχάρα Ν, και σχάρα Μ, και ιων. τ. έσχάρη Α 1. μαγειρική συσκευή από παράλληλες σιδερένιες ράβδους συνδεδεμένες στα άκρα τους πάνω στην οποία ψήνονται κρέατα, ψάρια και εδέσματα («ψάρια στη σχάρα») 2.… …   Dictionary of Greek

  • Κ, κ — Το δέκατο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Προέρχεται από το σημιτικό kaph (= φοίνικας, παλάμη), το οποίο γραφόταν . Οι Έλληνες έγραφαν το κ σχεδόν αμετάβλητο ως , έως τους κλασικούς χρόνους, οπότε επικράτησε η γραφή Κ. Το παλαιότερο ελληνικό… …   Dictionary of Greek

  • Σκάραμποργκ — (Skaraborg). Κομητεία της νότιας Σουηδίας εξαπλωμένη σε εξαιρετικά πεδινή περιοχή, ανάμεσα στις λίμνες Βαίνερν και Βαίτερν, που διασχίζεται από τον ποταμό Tίν ταν. Έχει έκταση 7 938 τετ. χλμ. και πληθυσμό πάνω από 274 546 κατ. Πρωτεύουσα είναι το …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»